Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

οι κρίκοι

См. также в других словарях:

  • κρίκοι — κρίκος ring masc nom/voc pl κρίκοῑ , κρίζω creak aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PSALIA — Graece ψάλια, apud Strabonem, l. 4. Τέλη δὲ οὔπως ὐπομένουσι βαρέα τȏυ τε ἐξαγομένων ἐις τὴν Κελτικὴν εντεῦθεν καὶ τȏυ ἐισαγομένων ενθένδε: τᾶτα δέ ἐςτιν ἐλεφάντινα ψάλια καὶ περιαυχενίαι καὶ λογγούρια, καὶ ὑαλᾶ σκεύη, καὶ ἄλλος ῥῶπος τοιοῦτος,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλυσίδα — Σύνολο από αλληλένδετους μεταλλικούς κρίκους, που σχηματίζουν ένα όργανο ανθεκτικό στην έλξη. Χρησιμοποιείται κυρίως για την ανύψωση φορτίων, για τη μετάδοση της κίνησης και για την αγκυροβόληση πλοίων. Οι κρίκοι μπορούν να κατασκευαστούν από… …   Dictionary of Greek

  • Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… …   Dictionary of Greek

  • COPA — I. COPA apud Sueton. Nerone, c. 27. Quoties Ostiam Tiberi deflueret, aut Baianum sinum praeternavigaret, dispositae per littora et ripas diversoriae tabernae parabantur, insignes ganeae et matronarum institoria, copas imitantium, atque hinc inde… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • REPAGULA Januarum — in Glossis κόρακες, hesychio κρῖκοι κεράτινοι, circuli cornei vel aerei erant, qui foribus adfigebantur ad eas adducendas, quibusque solebant fores percuti, ut hodieque moris est. Proprie vero pessuli sic dicti sunt et obices, quibus fores intus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλογοσίδερο — το (συνήθως στον πληθυντικό) σιδερένιοι κρίκοι συνδεδεμένοι μεταξύ τους με αλυσίδα, με τους οποίους περιβάλλουν τα δύο μπροστινά πόδια τών αλόγων ή τών μουλαριών στο βόσκημα, για να μην απομακρύνονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + σίδερο] …   Dictionary of Greek

  • αμφιδέα — ἀμφιδέα, η (Α) συνήθ. στον πληθ. αἱ ἀμφιδέαι 1. καθετί με το οποίο περιδένεται κάτι, το οποίο είναι δεμένο γύρω από κάτι, κρίκος, δακτύλιος, περιβραχιόνιο, βραχιόλι 2. οι σιδερένιοι κρίκοι με τους οποίους προσαρμόζονταν και στηρίζονταν πάνω στους …   Dictionary of Greek

  • γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… …   Dictionary of Greek

  • θαιροδύτης — θαιροδύτης, ό (Α) πληθ. οί θαιροδύται οι κρίκοι διά μέσου τών οποίων διέρχονται τα ηνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαιρός* + δύτης (< δύω), πρβλ. εκ δύτης, επεν δύτης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»